- ατμοσυσσωρευτής
- Συσκευή που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση του ατμού που παράγεται από τις εμβολοφόρες ατμομηχανές και προορίζεται για μεγαλύτερη εκμετάλλευση της θερμότητας που περιέχει ο ατμός. Η μέθοδος προτάθηκε το 1904 από τον Γάλλο μηχανικό Ογκίστ Ρατό και χρησιμοποιήθηκε κυρίως όπου λειτουργούν μεγάλες εμβολοφόρες ατμομηχανές με συχνές διακοπές. Ο α. έχει σχήμα και μέγεθος λέβητα και στο εσωτερικό του υπάρχουν πολυάριθμες πλάκες από χυτοσίδηρο γεμάτες νερό. Ο ατμός μπαίνει από το κάτω μέρος του α., περνάει από τα διάκενα ανάμεσα στις πλάκες και από το πάνω μέρος εκρέει σε ατμοστρόβιλο για εκμετάλλευση. Αν ο ατμός που παράγεται στην εμβολοφόρο ατμομηχανή είναι περισσότερος από αυτόν που καταναλώνει ο ατμοστρόβιλος, αποθηκεύεται θερμότητα στον χυτοσίδηρο και στο νερό των πλακών και η πίεση και η θερμοκρασία του ατμού ανεβαίνουν. Αν η ποσότητα του ατμού είναι μικρότερη από αυτή που καταναλώνει ο ατμοστρόβιλος, τότε το έλλειμμα καλύπτεται από την αποθηκευμένη θερμότητα στον συσσωρευτή και η θερμοκρασία και η πίεση του ατμού ελαττώνονται.
* * *ομηχανική συσκευή για τη συσσώρευση και αποθήκευση του ατμού (που εκρέει από εμβολοφόρες μηχανές) και την εκμετάλλευση της θερμότητάς του.
Dictionary of Greek. 2013.